- ἱλαράς
- ἱλαρά̱ς , ἱλαρόςcheerfulfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἱλαρᾶς — ἱλαρός cheerful fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρογχίτιδα — Ασθένεια του αναπνευστικού συστήματος που προσβάλλει κυρίως τον βλεννογόνο υμένα των βρόγχων. Οι αιτίες που την προκαλούν είναι πολλές. Προέρχεται κυρίως από λοίμωξη που προκαλεί ο ιός της γρίπης, της ιλαράς, του κοκίτη και πολλών άλλων νοσημάτων … Dictionary of Greek
εμβολιασμός — Διαδικασία ενοφθαλμισμού λοιμώδους νόσου στον οργανισμό, μέσω εισαγωγής εμβολίων στο σώμα, με σκοπό να ανοσοποιηθεί ενεργητικά, δηλαδή μέσω της παραγωγής αντισωμάτων. Τα εμβόλια χρησιμοποιούνται τόσο για την πρόληψη (προφυλακτικά εμβόλια) όσο και … Dictionary of Greek
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
παιδιατρική — Κλάδος της ιατρικής ο οποίος ασχολείται με το παιδί. Eίναι επίσης δυνατό να ορισθεί ως η μελέτη της φυσιοπαθολογίας της αύξησης, αφού η λειτουργία της ανάπτυξης του ανθρώπινου οργανισμού σε καμιά άλλη περίοδο της ζωής δεν είναι τόσο έντονη, όσο… … Dictionary of Greek
γάμμα σφαιρίνη — Ουσία που παρασκευάζεται από λιμνάζον αίμα, το οποίο περιέχει αντισώματα εναντίον πολλών συνηθισμένων λοιμώξεων. Χρησιμοποιείται κυρίως για την πρόληψη κατά της ηπατίτιδας Α και της ιλαράς … Dictionary of Greek
ιοί ή διηθητοί ιοί — Πολύ μικρά όντα, αόρατα με τα κοινά μικροσκόπια, ικανά να αναπαράγονται μόνο στο εσωτερικό ορισμένων κυττάρων, στα οποία έχουν την ιδιότητα να διεισδύουν· η αναπαραγωγή των ι. προκαλεί συχνά βλάβες στα κύτταρα που εκδηλώνονται ως νόσος του… … Dictionary of Greek
μετεωροπάθειες — (Ιατρ.). Παθολογικές καταστάσεις που οφείλονται σε μετεωρολογικές συνθήκες. Στην κατηγορία των μ. μπορούν να περιληφθούν η θερμοπληξία που συνήθως παρατηρείται στα τροπικά κλίματα, η κρυοπληξία, τα νοσήματα από ψύξη, τα κρυοπαγήματα, οι παθήσεις… … Dictionary of Greek
Παρέ, Αμβρόσιος — (Parιé Ambroise, Μπουργκ Ερσέν 1517 – Παρίσι 1590). Γάλλος χειρουργός της Αναγέννησης. Δεν είχε ακαδημαϊκή μόρφωση και ανήκε στη συντεχνία των κουρέων. Το 1563 έγινε χειρουργός του βασιλιά και διευθυντής του χειρουργικού τμήματος στο νοσοκομείο… … Dictionary of Greek
Ραζής — (εξελληνισμένος τύπος από τον εκλατινισμένο Rhazes του Αμπού αρ Ράζι, αρ Ράζι, Περσία 868 – Βαγδάτη; περίπου 925). Άραβας γιατρός, αλχημιστής και φιλόσοφος, περσικής καταγωγής. Ενώ ασκούσε την ιατρική στη Βαγδάτη (σε αυτόν οφείλονται ακριβείς… … Dictionary of Greek